- πεμπάμερος
- πεμπά̱μερος , πεμπάμεροςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεμπάμερος — ον, Α βλ. πενθήμερος … Dictionary of Greek
πενθήμερος — και πενταήμερος, η, ο / πενθήμερος και πεμπάμερος και πεμπτάμερος, ον, ΝΑ 1. αυτός που διαρκεί πέντε ημέρες 2. φρ. «κατά πενθήμερο(ν)» κάθε πέντε μέρες ή μια φορά κάθε πέντε μέρες νεοελλ. το πενθήμερο α) χρονικό διάστημα πέντε ημερών β) (κατ… … Dictionary of Greek
πεμπαμέροις — πεμπᾱμέροις , πεμπάμερος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)